απάρτι

απάρτι
ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ' ἄρτι (Α) [άρτι]
1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής
2. τώρα
μσν.
1. πριν από λίγο, μόλις
2. ως τώρα
3. ήδη, κιόλας
4. ευθύς, αμέσως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απαρτί — ἀπαρτί επίρρ. (Α) [άρτι] 1. τελείως, εντελώς 2. (για αριθμούς) ακριβώς 3. ακριβώς αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • ἀπαρτί — completely indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρτίζω — (Α ἀπαρτίζω) [απαρτί] νεοελλ. συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό 2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω 3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος τέλειος, πλήρης 4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω,… …   Dictionary of Greek

  • απαρτίως — ἀπαρτίως επίρρ. (Α) απαρτί* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”